κασελιάζω

κασελιάζω
(Μ κασελιάζω)
1. τοποθετώ κάτι σε κασέλα
2. συσκευάζω εμπόρευμα μέσα σε κιβώτια, εγκιβωτίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασέλα + -ιάζω (πρβλ. κουρελ-ιάζω, φουρτουν-ιάζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κασελιάζω — κασέλιασα, κασελιάστηκα, κασελιασμένος, τοποθετώ ρούχα μέσα σε κασέλα, συσκευάζω πράγματα μέσα σε κιβώτια: Κασέλιασε τα πράγματά του και έφυγε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”